Χάρτης : Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας - Διοικητική διαίρεση
To Πρόγραμμα του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ για την Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας
Τα Κοινωνικά και Οικονομικά δεδομένα της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας.
Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας βρίσκεται στον κεντρικό ηπειρωτικό κορμό της χώρας, κατέχοντας στρατηγικό ρόλο σε μια Εθνική Αναπτυξιακή Λογική. Συνορεύει νότια με την Αττική, βόρεια με τη Θεσσαλία, βορειοδυτικά με την Ήπειρο και δυτικά με τη Δυτική Ελλάδα. Ανατολικά βρέχεται από το Αιγαίο και νοτιοδυτικά από τον Κορινθιακό Κόλπο.
Χάρτης : Γεωφυσικός χάρτης της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας
Τα βασικά μεγέθη
Η Στερεά Ελλάδα είναι η δεύτερη σε έκταση ελληνική περιφέρεια με 230 χλμ. μήκος και 95 χλμ., πλάτος. Καταλαμβάνει έκταση 15.550 Km2 (11,8% της έκτασης της χώρας). Αποτελούμενη από ηπειρωτικό και νησιωτικό τμήμα και ανοιχτή στο Αιγαίο Πέλαγος και το Ιόνιο Πέλαγος μέσω εσωτερικών θαλασσών και μεγάλου μήκους ακτών, η Περιφέρεια είναι εξαιρετικά πλούσια σε μορφολογία. Η περιφέρεια προσφέρει μεγάλη ποικιλία τοπίων : πεδιάδες, οροπέδια, μεγάλα δάση και υψηλές βουνοκορφές, ορεινές αγροτικές καλλιέργειες και βοσκότοπους, εσωτερικά και παραθαλάσσια νερά και ακτές. Οι Ορεινές περιοχές - από τις πιο μειονεκτικές της χώρας -καταλαμβάνουν το 47,4%, οι Ημιορεινές περιοχές 31,8%, οι πεδινές 21%. Το υπέδαφος έχει πλούσια κοιτάσματα μετάλλου (μαγνησίτης, σιδηρονικέλιο, βωξίτης, δολομίτης), σε μάρμαρο-χρώμιο, που δεν αξιοποιούνται επαρκώς.
§ Η πληθυσμιακή εξέλιξη της Στερεάς Ελλάδος (ανέρχεται σε 605.329 άτομα) εμφανίζεται σταθερά θετική μέχρι σήμερα, καταγράφοντας αύξηση για το διάστημα 1981-2001 με ρυθμό αύξησης υψηλότερο από τον ρυθμό αύξησης του πληθυσμού της χώρας, ενώ ταυτόχρονα η πληθυσμιακή πυκνότητα (κατ. ανά τ.χλμ ) εμφανίζεται περίπου κατά το ήμισυ της χώρας. Η εκτίμηση είναι ότι θα συνεχίσει θετικά εξελισσόμενη χάριν της θετικής μετανάστευσης ενώ θα συνεχίσει να παρουσιάζει κάμψη στη φυσική της εξέλιξη. Ο αστικός πληθυσμός ανέρχεται στο 25% του συνολικού πληθυσμού (1991) και παρουσιάζει αυξητικές τάσεις (διαχρονικά σε σχέση με το 1981). Ο αγροτικός πληθυσμός ανέρχεται στο 45% του συνολικού και παρουσιάζει πτώση ενώ ο ημιαστικός πληθυσμός σταδιακά αυξάνεται και ανέρχεται στο 30% του συνόλου.
§ Ο Οικονομικά ενεργός πληθυσμός είναι 244.867 άτομα (αύξηση 24% το διάστημα 1991-2001). Το εργατικό δυναμικό της Στερεάς Ελλάδος ανέρχεται σε 184,8 χιλ. άτομα ενώ οι απασχολούμενοι είναι 161,2 χιλ. (1997). Η διαχρονική εξέλιξη του ενεργού πληθυσμού και της απασχόλησης τα τελευταία χρόνια (1993-97) παρουσιάζεται φθίνουσα και έρχεται σε αντίθεση με την αύξηση του πληθυσμού της Περιφέρειας Το 1997 το 31,7% των απασχολουμένων εργαζόταν στον πρωτογενή τομέα, το 27,5% στο δευτερογενή τομέα και το 40,8% στο τριτογενή τομέα (αντίστοιχα εθνικά ποσοστά 19,8%, 22,5% και 57,7%). Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1993-1997 παρατηρήθηκε αύξηση των ποσοστών απασχόλησης του Γ΄γενή και του Α΄γενή τομέα ενώ το ποσοστό απασχόλησης του Β΄γενή μειώθηκε.
§ Η απασχόληση καταγράφεται σε : 218.686 άτομα, Η ανεργία : 10,7% του Ο.Ε.Π. Το ποσοστό ανεργίας στη Περιφέρεια φθάνει το 12,8% και είναι το υψηλότερο από το αντίστοιχο εθνικό, που ανέρχεται στο 10,25% (1997). Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας στην Στερεά Ελλάδα διαφέρουν από τα εθνικά. Έτσι το ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας το 1997 ήταν 61,6% ενώ στη χώρα 57,1%. Αντιστοίχως, το ποσοστό ανεργίας στους νέους και στις γυναίκες είναι 43,5% και 23,4% στη Περιφέρεια και 32,3% και 15,9% στη χώρα. Η διαχρονική εξέλιξη της ανεργίας τα τελευταία χρόνια δείχνει τάσεις αύξησης. Συγκεκριμένα, το 1993 το ποσοστό ανεργίας ήταν 10,3% του εργατικού δυναμικού και το 1997 διαμορφώθηκε σε 12,8%. Ενδιάμεσα μόνο το 1995 έπεσε στο 9,8% αλλά αυτό ήταν εντελώς προσωρινό.
§ Το περιφερειακό ΑΕΠ είναι 11.266 εκατ. Ευρώ (7,02% του ΑΕΠ της χώρας)
§ Η διάρθρωση του ΑΕΠ είναι: 9,7% A-γενής τομέας, 14,5% Β-γενής τομέας, 4,8% Γ-γενής τομέας.
Η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας έχει χωροταξικά κεντροβαρή ρόλο. Διασχίζεται από το μείζον μεταφορικό (οδικό και σιδηροδρομικό) δίκτυο της χώρας.
Βρίσκεται στο κέντρο του τετραγώνου που ως κορυφές του ορίζονται οι διεθνείς διαμορφωμένες πύλες της χώρας (Αθήνα, Πάτρα, Ηγουμενίτσα, Θεσσαλονίκη) και διαθέτουσα εν δυνάμει δική της πύλη, αυτήν της Κύμης. Εξυπηρετείται από ένα ευρύ οδικό δίκτυο διαπεριφερειακής εμβέλειας. Διαθέτει πολυπολικά-και διακριτούς χωροταξικά-το σύνολο των τομέων της οικονομίας, διαθέτοντας ως περιφέρεια δυνατότητες να απορροφεί κραδασμούς οικονομικής αποδιάρθρωσης, αλλά εγκυμονώντας τεράστιους κινδύνους για πιθανότητες παραγωγικής αποδιάρθρωσης τοπικά. Χαρακτηρίζεται από μεγάλες γεωμορφολογικές διαφορές και μεταξύ των νομών και ενδονομαρχιακά, έντονες ενδοπεριφερειακές διαφοροποιήσεις στην παραγωγική εξειδίκευση και ανισότητες στον κοινωνικοοικονομικό τομέα. Χαρακτηρίζεται από έναν ιδιότυπο ενδοπεριφερειακό δυϊσμό που οφείλεται στη γεωμορφολογία της και στην υψηλή συγκέντρωση δραστηριοτήτων κατά μήκος του βασικού μεταφορικού δικτύου της χώρας. Οι διαφορές αφορούν σε ζητήματα δημογραφικής συγκρότησης, κοινωνικής συνοχής, παραγωγικής εξειδίκευσης, σύνθεσης και ύψους των εισοδημάτων.
Ο πρωτογενής τομέας
Ο πρωτογενής τομέας διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην οικονομία και κοινωνία της Περιφέρειας, (συμμετοχή με το 10,6% των εκτάσεων της χώρας, με 9,0% στη διαμόρφωση του Περιφερειακού προϊόντος, και με 20% στην απασχόληση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού).
Επιπρόσθετα η συμβολή της Περιφέρειας στην εγχώρια παραγωγή ορισμένων προϊόντων, είναι σημαντικά υψηλότερη αφού με τα στοιχεία του 1995, παράγεται το 23,2% της εγχώριας παραγωγής τομάτας, το 15% της εγχώριας παραγωγής βαμβακιού, το 15,2% της παραγωγής κρέατος.
Σημαντικά προϊόντα για τη πρωτογενή παραγωγή αποτελούν ακόμη ο καπνός (8,8% της εγχώριας παραγωγής), τα γεώμηλα (9,3%), το μαλακό τυρί (9,3%) και τα αυγά (8,3%), ενώ σημαντικό προϊόν είναι η ελιά στους Νομούς Φωκίδας, Φθιώτιδας, Εύβοιας και Βοιωτίας.
Η κτηνοτροφία διαδραματίζει δευτερεύοντα, αλλά σημαντικό ρόλο στην Περιφερειακή Οικονομία. Αντιπροσωπεύει το 35% περίπου της αγροτικής παραγωγής, ενώ σημαντικές είναι οι δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με το δασικό πλούτο της περιοχής, (το 1991 απασχολούνται περίπου 8.000 άτομα).
Επίσης συμμετέχει με 10,1% στο ΑΕΠ του πρωτογενή τομέα της Χώρας, ποσοστό ραγδαία μειούμενο σε σχέση με το 21,9 % του 1995, ακολουθώντας την εντονότατη συρρίκνωση αντίστοιχα ως προς την απασχόληση .
Η καλλιεργούμενη γεωργική γη ανέρχεται σε 3,5 εκατ. στρέμματα, εκ των οποίων οι αρδευόμενες εκτάσεις είναι το 33,3% του συνόλου. Η Φθιώτιδα καλύπτει 37,3% της γεωργικής έκτασης, η Εύβοια 28,2%, η Βοιωτία 27,9%, η Φωκίδα 5,1% και η Ευρυτανία το 1,6%.
Ο αγροτικός πληθυσμός εμφανίζει τάσεις γήρανσης (55% περίπου των αγροτών είναι ηλικίας άνω των 50 ετών). Η μέση έκταση ανά εκμετάλλευση είναι 44,2 στρέμματα, και συμπίπτει με το μέσο σύνολο της χώρας, αλλά διαφοροποιείται ουσιαστικά μεταξύ των νομών, από 52 στρέμματα για την Βοιωτία έως 19,6 στρέμματα για την Ευρυτανία.
(Eικόνες της αγροτικής ζωής)
Φωτο 1. Ελάτεια- Εναλλακτικές καλλιέργειες Φωτο 2. Καλλιεργώντας παραδοσιακά Φωτο 3. Κτηνοτροφία στον Ασπροπόταμο
Όλοι οι κλάδοι του πρωτογενούς τομέα συμμετέχουν στην αγροτική παραγωγή. Η δομή του πρωτογενή τομέα δεν διαφοροποιείται σημαντικά από τη μέση εικόνα της χώρας, όσον αφορά την αναλογία φυτικής και ζωικής παραγωγής.
Στη αξία της φυτικής παραγωγής κυριαρχούν τα βιομηχανικά φυτά (κυρίως το βαμβάκι) και ακολουθούν τα δημητριακά (σιτάρι) και το λάδι, ενώ στην αξία της ζωικής παραγωγής κυριαρχεί η προβατοτροφία και ακολουθεί η πτηνοτροφία και χοιροτροφία. Πολύ μεγάλη σημασία αποκτά τη τελευταία δεκαετία η ανάπτυξη των ιχθυοκαλλιεργειών, που αποτελεί δυναμικό αναπτυσσόμενο κλάδο. Η αλιεία ανοικτής θάλασσας στη Περιφέρεια είναι περιορισμένη, παρά τις δυνατότητες που έχουν οι κόλποι του Ευβοϊκού, του Μαλιακού και του Κορινθιακού, λόγω μη ορθολογικής διαχείρισης των αλιευτικών πόρων και ελλιπούς προστασίας τους από τα αστικά και βιομηχανικά κέντρα.
Ο βαθμός εκμηχάνισης και το ποσοστό των αρδευόμενων εκτάσεων βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με το μέσο όρο της χώρας. Σημαντικό στοιχείο του Α-γενή τομέα είναι η έντονη ενδοπεριφερειακή διαφοροποίηση, στις γεωμορφολογικές συνθήκες και στον προσανατολισμό της γεωργικής παραγωγής:
§ Η Βοιωτία εξειδικεύεται σε βαμβάκι, βιομηχανική τομάτα και ακολουθούν τα δημητριακά (κυρίως σιτάρι), οι πατάτες και από τα κτηνοτροφικά προϊόντα, το αιγοπρόβειο γάλα.
§ Η Φθιώτιδα εξειδικεύεται στο σιτάρι, τη τομάτα και το βαμβάκι, και ακολουθεί με διαφορά ο καπνός και το ελαιόλαδο, ενώ από τα κτηνοτροφικά προϊόντα, το γάλα.
§ Η Εύβοια εμφανίζει εξειδίκευση στην καλλιέργεια των πράσινων λαχανικών, της πατάτας, στο σιτάρι την τομάτα, ενώ έχει πολύ σημαντική κτηνοτροφική και πτηνοτροφική δραστηριότητα.
§ Στην Ευρυτανία κυριαρχεί συντριπτικά η κτηνοτροφία.
§ Στη Φωκίδα κυριαρχεί η ελιά (κυρίως η βρώσιμη) το ελαιόλαδο, και πολύ αναπτυγμένη κτηνοτροφία.
Το είδος της παραγωγής έχει προσδιοριστεί από το είδος των φυσικών πόρων της περιφέρειας αλλά και τη γειτνίασή της με την Αθήνα. Η παραγωγή εξασφαλίζει :
· Επάρκεια παραγωγής βασικών ειδών διατροφής για την περιφέρεια.
· Καθημερινή τροφοδοσία της Αθήνας σε οπωροκηπευτικά, κρέας και αλιεύματα.
Τροφοδοσία της σημαντικής αγροτοβιομηχανικής δραστηριότητάς της, διασυνδεδεμένης με τα προϊόντα του αγροτικού τομέα.
Η φυτική παραγωγή
Η περιφέρεια διαθέτει αξιόλογες πεδινές εκτάσεις ανερχόμενες περίπου σε 3 εκατομμύρια στρέμματα που υποστηρίζονται στο μεγάλο μέρος τους από δυναμικούς περιφερειακούς υδάτινους πόρους.
Οι εκτάσεις αυτές αποτελούν σημαντικό ποσοστό (21%) της συνολικής έκτασης της Περιφέρειας (15,5 εκ. στρ.) και προσφέρονται για γεωργικές εκμεταλλεύσεις με κυριότερα παραγόμενα προϊόντα τα κηπευτικά (πατάτες-τομάτες–λαχανικά), βιομηχανικά φυτά (βαμβάκι, αλλά και βιομηχανική ντομάτα, καπνό και τεύτλα) τις ελιές και το λάδι, τα σιτηρά και το κρασί.
Οι πιο συμπαγείς εκτεταμένες πεδινές εκτάσεις δίδουν τις σημαντικές πεδιάδες της Κωπαΐδας και του ευρύτερου Κάτω Ρου του Βοιωτικού Κηφισού, του Σπερχειού, των Θηβών, της Γραβιάς και του Μέσου Ρου του Βοιωτικού Κηφισού, της Θεσσαλιώτιδας και Ξυνιάδος, του Μόρνου, του Ελαιώνα της Άμφισσας, των Ψαχνών, της ευρύτερης περιοχής Χαλκίδας της Ιστιαίας, δύο θύλακες πέριξ της Λίμνης Δύστου και του κάμπου της Καρύστου στην Νότια Εύβοια.
Κυριότερα προβλήματα είναι η μικρή και πολυτεμαχισμένη ιδιοκτησία, η μη ορθολογική αξιοποίηση των υδάτινων πόρων, η πλημμελής εκμετάλλευση σημαντικού τμήματος των εκτάσεων, λόγω κυρίως της ανυπαρξίας σύγχρονων εγγειοβελτιωτικών έργων και οι σοβαρές ελλείψεις στους τομείς οργάνωσης και διάθεσης των προϊόντων.
Η κτηνοτροφία
Παρατηρούνται και οι δύο κύριες μορφές άσκησης της κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης, η εκτατική που αφορά κυρίως νομαδική αιγο-προβατοτροφία και είναι συγκεντρωμένη περισσότερο στις ορεινές περιοχές της Φθιώτιδας και της Εύβοιας και η εντατική–ενσταβλισμένη κτηνοτροφία, που αφορά κυρίως τα πουλερικά και τους χοίρους και λιγότερο τα βοοειδή και είναι συγκεντρωμένη στην κεντρική Εύβοια και στη Ν.Α. Βοιωτία δηλαδή σε περιοχές που γειτνιάζουν με το μεγάλο κέντρο κατανάλωσης της Αθήνας.
Τα σύγχρονα προβλήματα της Ελληνικής Κτηνοτροφίας γενικώς ομαδοποιούνται σε δύο κύριες δέσμες: θεσμικά και οικονομικά προβλήματα[1]. Τα προβλήματα αυτά διαφοροποιούνται ανάλογα με τα στάδια του κύκλου ζωής των διαφόρων κτηνοτροφικών προϊόντων[2] και λαμβάνουν επίσης διαφορετική ένταση και περιεχόμενο κάτω από κλαδική και χωρική θεώρηση, που είναι συνυφασμένες με τον τομέα της κτηνοτροφίας. Δυστυχώς τα προβλήματα σωρεύονται κατά το πλείστο στο κατώτερο επίπεδο, δηλαδή πάνω στους κτηνοτρόφους.
[1]Γίνεται φανερή μια ολιστική προσέγγιση των προβλημάτων, που αντανακλούν στους κτηνοτρόφους (αλλά και στους καταναλωτές) καθ’ όλη τη διαδικασία παραγωγής – διάθεσης ενός εκάστου προϊόντος και σ’ αυτή τη βάση πρέπει να προχωρήσει η ανάλυση.
Το δασικό περιβάλλον
Τα δάση στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας καλύπτουν σημαντικό ποσοστό της συνολικής της έκτασης που ανέρχεται σε 25% περίπου ήτοι ποσοστό μεγαλύτερο εκείνου που αντιστοιχεί σε επίπεδο χώρας (22%). Τα είδη που κυριαρχούν είναι το Έλατο και το Πεύκο και είναι συγκεντρωμένα κυρίως στην Ευρυτανία, Β. Εύβοια και στους ορεινούς όγκους της Φωκίδας και της Φθιώτιδας.
Τα δάση εξασφαλίζουν απασχόληση και εισόδημα σε τμήμα του πληθυσμού των ορεινών οικισμών μέσω της παραγωγής τεχνικής ξυλείας, ρητίνης, καυσόξυλων και των ελάτων διακόσμησης κ.λ.π. και προσφέρονται για τις δραστηριότητες της θήρας και του ορεινού τουρισμού (χειμερινού και θερινού).
Η Αλιεία
Η Στερεά Ελλάδα λόγω του μεγάλου μήκους των ακτών της και της ειδικής της μορφολογίας παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη και πολλές παραπέρα δυνατότητες στον τομέα της αλιείας.
Οι ανωτέρω προϋποθέσεις ευνοούν και τις τρεις βασικές αλιευτικές δραστηριότητες ήτοι:
· Αλιεία ανοιχτής θαλάσσης.
· Θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες και
· Ιχθυοκαλλιέργεια εσωτερικών υδάτων (Γοργοπόταμου, λίμνης Κρεμαστών, Μόρνου).
Περισσότερο ευνοϊκή και με μεγαλύτερες προοπτικές παραπέρα ανάπτυξης παρουσιάζεται η θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια σε κλωβούς λόγω κυρίως των ευνοϊκών φυσικών συνθηκών (υπήνεμοι κόλποι,θαλάσια ρεύματα που δημιουργούν καλή οξυγόνωση) και δυνατοτήτων που προσφέρονται, τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική αγορά.
Οι υπόλοιπες δραστηριότητες δεν παρουσιάζουν ευνοϊκές προοπτικές: η πρώτη λόγω στενότητας αλιευμάτων και απαρχαιωμένης σχετικά οργάνωσης και η δεύτερη λόγω χαμηλών τιμών του προϊόντος (συνέπεια μη ορθολογικής εκμετάλλευσης).
Συνοψίζοντας τα σημαντικότερα προβλήματα του αγροτικού τομέα είναι :
· Η υψηλή εξάρτηση από παραδοσιακές και επιδοτούμενες καλλιέργειες (βαμβάκι, καπνός).
· Η εξάρτηση από προϊόντα για τα οποία αλλάζει ριζικά το πλαίσιο υποστήριξης της Ε.Ε.
· Ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος,
· Ο χαμηλός βαθμός εξειδίκευσης και εκπαίδευσης των αγροτών
· Η χαμηλή μεταπαραγωγική προστιθέμενη αξία της αγροτικής βιομηχανίας
· Τα φαινόμενα περιβαλλοντικής επιβάρυνσης
· Η προβληματικότητα της σχέσης των οργανωμένων δικτύων εμπορίας με τους παραγωγούς.
Ο αγροτικός τομέας επηρεάζεται από τις πρόσφατες αλλαγές της Κ.Α.Π. που οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη του άμεσα και αποτελεσματικά, στις νέες συνθήκες. Η προσαρμογή θα είναι μία επίπονη διαδικασία διότι απαιτεί ταυτόχρονο χειρισμό πολλών κρίσιμων θεμάτων όπως η αλλαγή τρόπου στήριξης του αγροτικού εισοδήματος, μείωση προστασίας και αυξανόμενη έκθεση στο διεθνή ανταγωνισμό, αυξημένες απαιτήσεις στην ποιότητα και υγιεινή των προϊόντων, σύνδεση της εισοδηματικής στήριξης με φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές κ.ά.
Εν κατακλείδι, οι προοπτικές για τον πρωτογενή τομέα της Περιφέρειας μπορεί να είναι θετικές, με την προϋπόθεση της άμεσης και αποτελεσματικής προσαρμογής, στο υπό διαμόρφωση νέο περιβάλλον.
ο Δευτερογενής τομέας
Η συμμετοχή της Περιφέρειας στη συνολική παραγωγή του Β-γενή τομέα της χώρας ανέρχεται στο 14,5% και κατατάσσεται τρίτη μετά την Αττική και την Κεντρική Μακεδονία, ενώ η συμμετοχή του τομέα στη συνολική απασχόληση είναι μόλις 5,9%. Η αναντιστοιχία στα ποσοστά συμμετοχής του δευτερογενούς τομέα στο προϊόν και στην απασχόληση ερμηνεύεται από το πολύ υψηλό ποσοστό συμμετοχής εργαζομένων από την γειτνιάζουσα Αττική στη μεταποιητική–βιομηχανική δραστηριότητα της Βοιωτίας και Εύβοιας.
Ο δευτερογενής τομέας συμβάλει κατά 44,1% στη διαμόρφωση του περιφερειακού εισοδήματος της Στ. Ελλάδας έναντι 22% στο επίπεδο της χώρας και απασχολεί το 23% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού έναντι 20,7% στο επίπεδο της χώρας.
Χάρτης : Γεωγραφική διασπορά και συγκέντρωση επιχειρήσεων στην Στερεά Ελλάδα
Τα μεγέθη αυτά διαφοροποιούνται ανάμεσα στους νομούς. Στην Βοιωτία παρουσιάζεται μεγαλύτερη μεταποιητική εξειδίκευση και ο Β-γενής τομέας συμμετέχει κατά 62,6%στη διαμόρφωση του Ακαθάριστου Νομαρχιακού Προϊόντος, κατά 26% στον ΟΕΠ και κατά 29,4% στην απασχόληση. Οι δείκτες αυτοί για την Εύβοια είναι 41,2%, 27% και 30,9%, και για τη Φθιώτιδα 24,1%, 17% και 19,8% αντίστοιχα, ενώ στον αντίποδα ευρίσκεται η Ευρυτανία με 19,1%, 20% και 22,2% και η Φωκίδα με 16,9%, 20% και 23,1%..
Υψηλή συγκέντρωση σε όρους απασχόλησης και κύκλου εργασιών εμφανίζουν οι κλάδοι 27 (Βασικά Μέταλλα), 15 (Διατροφή) και ακολουθούν οι κλάδοι 26 (Μη Μεταλλικών Ορυκτών), 25 (Ελαστικά – Πλαστικά) και 35 (Εξοπλισμός Μεταφορών). Από το 1994 ως το 2002 παρατηρείται σταθεροποίηση του ειδικού βάρους του κλάδου διατροφής και του ελαστικού–πλαστικού, μικρή μείωση του ειδικού βάρους των κλάδων εξοπλισμού μεταφορών και μη μεταλλικών ορυκτών, και αύξηση του ειδικού βάρους του κλάδου των βασικών μετάλλων. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής δραστηριότητας, αναπτύσσεται γραμμικά στον Άξονα της ΠΑΘΕ και είναι εξωγενώς προσδιοριζόμενο λόγω ισχυρής εξάρτησης από την Αττική. Είναι σημαντικό να ενισχυθούν οι προϋποθέσεις αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων της γειτνίασης με την Αθήνα όπως, η διάχυση τεχνογνωσίας, ενίσχυση τοπικής προστιθέμενης αξίας και, κυρίως, ενίσχυση της τοπικής απασχόλησης, που αυτά εκτός των άλλων αποτελούν και προαπαιτούμενα οποιασδήποτε συζήτησης στα πλαίσια της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης των επιχειρήσεων απέναντι στην περιοχή λόγω της τρομερής περιβαλλοντικής επιβάρυνσης που επιφέρει η δραστηριότητά τους στα όριά της.
Ένα άλλο τμήμα της μεταποιητικής δραστηριότητας αξιοποιεί πρώτες ύλες της περιοχής και/ή παράγει για τις ανάγκες της τοπικής αγοράς (π.χ.ξύλο, μη μεταλλικά ορυκτά, μεταλλικά προϊόντα).
Σημαντικό τμήμα της παραγωγής του Α-γενή τομέα το επεξεργάζεται η αγροτική βιομηχανία της περιοχής, κυρίως στον κλάδο διατροφής–ποτών και κλωστοϋφαντουργίας. Οι αγροτικές βιομηχανίες, απασχολούν περίπου το 28% της βιομηχανικής απασχόλησης και παράγουν πάνω από το 25% του βιομηχανικού προϊόντος. Υψηλή συγκέντρωση παρουσιάζουν οι υποκλάδοι Εκκοκκιστήρια, Βιομηχανική Τομάτα, Παρασκευή Κρέατος, Ελαιοτριβεία, Τυποποίηση Βρώσιμης Ελιάς, Τυροκομεία, Αλευρόμυλοι και τα Οινοποιεία. Η μεταποιητική δραστηριότητα δεν αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες της αγροτικής παραγωγής. Η αγροτική βιομηχανία στη Στ. Ελλάδα έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης, αναβαθμίζοντας τις συνθήκες τυποποίησης συσκευασίας και της ποιότητας (π.χ. πιστοποίηση παραδοσιακών και βιολογικών προϊόντων) και της εξειδίκευσης της παραγωγής σε νέα και καινοτόμα προϊόντα υψηλής ζήτησης.
Στην περιφέρεια καταγράφονται σημαντικά κοιτάσματα βωξίτη, σιδηρονικέλιο, αλλά και ορυκτών, κυρίως μάρμαρο (παραγωγή στις 5 σημαντικότερες περιοχές της χώρας ) γεγονός που την αναγάγουν σε Εθνικής Σημασίας Περιοχή όσον αφορά τον διαθέσιμο ορυκτό πλούτο, την οικονομική του αξιοποίηση, και ιδιαίτερα τους όρους εκμετάλλευσης του. Σημαντικό τέλος ειδικό βάρος στην περιοχή, κατέχει ο κατασκευαστικός τομέας.
Χάρτης : Γεωγραφική απεικόνιση του τζίρου των επιχειρήσεων
Οι περιοχές Βοιωτίας, Φθιώτιδας και Εύβοιας εξακολουθούν να υφίστανται ακόμα και σήμερα την ουρά των αρνητικών επιπτώσεων της βιομηχανικής παρακμής, αποτέλεσμα του ευκαιριακού χαρακτήρα της βιομηχανικής ανάπτυξης κατά τη 10ετία του 1970 και του 1980, αλλά και της απουσίας παρεμβάσεων με στόχο την οργανωμένη βιομηχανική ανάπτυξη σε μεγάλη, μεσαία και μικρή κλίμακα, σε όλες τις σφαίρες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής τους. Το γεγονός προσφέρεται για εξαγωγή σοβαρών συμπερασμάτων στο πως οφείλει ο όποιος σχεδιασμός της Περιφερειακής Ανάπτυξης να διασφαλίζει εσωτερική ισορροπία και σταθερότητας, ακριβώς για να διασφαλίζεται από κατάρρευση ο ίδιος ο κοινωνικός ιστός.
H ενέργεια στην περιφέρεια και η χρήση της ως πεδίο οικονομικής δράσης
Η παρουσία της Βιομηχανικής καρδιάς της χώρας στα όρια της Περιοχής Στερεάς Ελλάδας αναδεικνύει τις τεράστιες ανάγκες για ενέργεια βιομηχανικής χρήσης.
Το γεγονός γειτνίασης της περιφέρειάς μας με την πρωτεύουσα επιτάσσει ταυτόχρονα την κάλυψη των αστικών ενεργειακών αναγκών του μισού πληθυσμού της χώρας. Δεν είναι υπερβολή να διατυπώσουμε την γνώμη ότι η περιφέρεια καθίσταται ενεργειακός πόλος ανάπτυξης δραστηριοτήτων για υποστήριξη της αναγκών της Αττικής και όχι μόνον (Οινόφυτα, Σχηματάρι, Θίσβη, Αλιβέρι κ.λ.π.).
Αυτά συνδυασμένα αφ’ ενός με το γεγονός της διαχρονικής εξάρτησης της χώρας μονοσήμαντα από τους εξαντλήσιμους πόρους ορυκτό καύσιμο λιγνίτης-πετρέλαιο και αφ ετέρου με το γεγονός της ανισόρροπης-σε σχέση με τις ανάγκες της χώρας-διασπαρμένης παρουσίας των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και της ανάγκης σταδιακού κλεισίματος μερικών εξ αυτών λόγω παλαιότητας και περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, δημιουργούν προβλήματα ελλείψεων και ευστάθειας του συστήματος.
Όλα αυτά τα χρόνια το κράτος αδυνατούσε να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μακροπρόθεσμες στρατηγικές στον τομέα της ενέργειας που θα εξασφάλιζαν :
· οικονομίες κλίμακα όσον αφορά τις ανάγκες,
· αυτάρκεια,
· πολλαπλές επιλογές που θα υποστήριζαν σταθερότητα,
· διαφοροποιήσεις που θα ενδυνάμωναν την εθνική ανεξαρτησία,
· εναλλακτικότητα που θα υποστήριζε την αειφορικότητα.
Μπροστά σε αυτή την ηθελημένη πολλές φορές ανικανότητα του κράτους και της ΔΕΗ, άνοιξε και μάλιστα με προνομιακούς όρους ο δρόμος σε μεγάλα ιδιωτικά συμφέροντα να καλύψουν τις ανάγκες σε ενέργεια της αγοράς. Η είσοδός τους αυτή όμως γίνεται με όρους μονοπωλιακής, ασύδοτης, ανεξέλεγχτης και άναρχης ανάπτυξης. Χωρίς τον οποιοδήποτε περιβαλλοντικό σεβασμό. Με κοινωνικό εκβιασμό. Με αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος.
‘Έτσι μετά το φυσικό αέριο, την αιολική ενέργεια, τα φωτοβολταϊκά συστήματα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται τώρα στο θέμα της καύσης οιασδήποτε μορφής υπο/παραπροϊόντων και αποβλήτων. Και σε όλο αυτό τον σχεδιασμό η Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας φαίνεται να αποτελεί το μήλον της έριδας ιδιωτικών συμφερόντων λόγω των γεωφυσικο-μορφολογικών πλεονεκτημάτων που διαθέτει.
Ή πραγματικότητα είναι πως έστω και κατ αυτό τον τρόπο, έστω και χωρίς τον κεντρικό κρατικό σχεδιασμό, δίπλα στο παραδοσιακό ενεργειακό κέντρο του Αλιβερίου που το πετρέλαιο δίνει την θέση του στο φυσικό αέριο και την αιολική ενέργεια που έχει αναπτυχθεί στον διαμήκη άξονα Αλιβέρι– Κάρυστος, αναπτύσσεται ένα δεύτερο ενεργειακό κέντρο στην Βοιωτία.
Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ και η αριστερά δεν μπορούν παρά να ενθαρρύνουν και να υποστηρίζουν ενέργειες και έργα που θα αξιοποιούν τις σημαντικές δυνατότητες ενεργειακών πόρων που διαθέτει η Περιφέρεια (αιολική, ηλιακή, νερό) για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς όχι μόνο να επηρεάζεται το περιβάλλον και το αναπτυξιακό προφίλ της Περιοχής αλλά κυρίως να ενσωματώνονται δίδοντας αυξημένη προσθετική αξία και στους υπόλοιπους υπαρκτούς ή αναπτυσσόμενους μελλοντικά κοινωνικο- οικονομικούς τομείς.
Στόχος μας είναι η μετεξέλιξη της Περιφέρειας σε πράσινη Περιφέρεια από άποψη οικονομικής ανάπτυξης. Οι θέσεις του περιβαλλοντικού κινήματος του Αλιβερίου για την αναβάθμιση του ενεργειακού κέντρου του Αλιβερίου με πράσινη λογική, δείχνει τον δρόμο.
Ο ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ θα προτείνει στα όργανα προγραμματισμού να γίνει με ευθύνη των υπηρεσιών της περιφέρειας και του κράτους-μελέτη καταγραφής και αποτύπωσης των υπαρκτών δυνατοτήτων βιώσιμης αξιοποίησης, των κατά γενική παραδοχή πλούσιων ενεργειακών πόρων της Περιφέρειας.
Ειδικότερα αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, η καταγραφή των αιολικών πεδίων, η δυνατότητα ανάπτυξης Φωτοβολταϊκών, οι δυνατότητες χρήσης του θαλάσσιου νερού, η ενεργειακή εκμετάλλευση φραγμάτων σε συνδυασμό με τον προσδιορισμό της φέρουσας ικανότητας των επί μέρους οικοσυστημάτων όπου δύνανται να αναπτυχθούν ώστε να σχεδιαστεί η χωροταξική τους διάταξη και κατανομή. Η θέσπιση θεσμικών δημοκρατικών κανόνων για την με όρους διαφάνειας και κοινωνικού οφέλους παραχώρηση προς οικονομική εκμετάλλευση των δυνατοτήτων αυτών σε αντίστοιχους φορείς, αποτελεί πεδίο διεκδίκησης.
Η διατήρηση της πλειοψηφίας από το Δημόσιο της ΔΕΗ, και η στροφή της ανάπτυξής της σε αυτές ακριβώς τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας είναι το μεγάλο ζητούμενο.
Η οργανωμένη συζήτηση όχι μόνο για την αποδοχή αλλά για την υποστήριξη από τις τοπικές κοινωνίες τέτοιων πρωτοβουλιών είναι απαραίτητη προϋπόθεση.
Η αντίθεση του μαζικού κινήματος σε λογικές γενίκευσης χωρίς όρους και όρια της πρακτικής της καύσης, αποτελεί βασικό μας καθήκον.
Η στενή παρακολούθηση και επιμονή στην τήρηση και την βελτίωση των περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας των υφιστάμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων αποτελεί το στοιχειώδες και μίνιμουμ.
O Τριτογενής τομέας
Στον Γ΄ γενή τομέα παράγεται το 46,9% του Ακαθάριστου Περιφερειακού Προϊόντος (Α.Π.Π.), ενώ το ειδικό του βάρος είναι μεγάλο και σε όλους τους Νομούς, με εξαίρεση ίσως το Νομό Βοιωτίας όπου κυριαρχεί η παρουσία του δευτερογενή τομέα. Το εμπόριο στη Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Η μεγαλύτερη συγκέντρωση των καταστημάτων χονδρικού και λιανικού εμπορίου συναντάται κύρια στα αστικά κέντρα (Λαμία, Χαλκίδα, Λειβαδιά και Θήβα). Μέσω των λιμανιών Στυλίδας, Κύμης, Ιτέας, Αγ. Κων/νου και Λάρυμνας, εξάγονται γεωργικά μεταποιημένα προϊόντα, μεταλλεύματα και σιτηρά.
Στην Περιφέρεια ενεργοποιούνται συνολικά 426 επιχειρήσεις εκ των οποίων οι 73 (ποσοστό 17,13%) ανήκουν στον τομέα της παροχής υπηρεσιών. Στη Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας το ποσοστό των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων φτάνει το 2,6% του συνόλου των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων της χώρας κατατάσσοντάς τη στις τελευταίες θέσεις και συγκεκριμένα στη 10η θέση μεταξύ των 13 Περιφερειών της χώρας.
(Περιοχές, δυνατότητες, Υποδομές)
Φωτο 1: Κατάλυμα στον Παρνασσό Φωτο 2: Δυτ.Φθιώτιδα Φωτο 3 : Πηγές Κρύας στην Λιβαδειά
Στην τουριστική δραστηριότητα, η Περιφέρεια χαρακτηρίζεται από σημαντικές ανομοιομορφίες και ανισότητες. Υπάρχει μια τουριστική ζώνη έντονα αναπτυγμένη κατά μήκος του Εθνικού οδικού δικτύου των ακτών του Μαλιακού Κόλπου και του Βορείου Ευβοϊκού σε αντίθεση με τις υπόλοιπες περιοχές που δεν είναι τουριστικά ανεπτυγμένες στον ίδιο έντονο βαθμό.
Ο Τουρισμός αποτελεί ανερχόμενη δραστηριότητα και έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά :
· Παραδοσιακός τουρισμός, στην Βόρεια Εύβοια, στη Φθιώτιδα κατά μήκος του Σπερχειού, συνδεδεμένος με τις θερμομεταλλικές πηγές και τα Ιαματικά Υδροθεραπευτήρια.
· Αρχαιολογικός τουρισμός, συνδεδεμένος σχεδόν αποκλειστικά με το Διεθνή Χώρο των Δελφών
· Τουρισμός, συνδεδεμένος με τον ελεύθερο χρόνο και την έξοδο των κατοίκων της Αθήνας, αλλά και των πόλεων της Περιφέρειας και της Θεσσαλίας «προς χώρους δεύτερης κατοικίας». Ο τουρισμός αυτός δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένος με την τοπική ανάπτυξη και αναπτύσσεται κυρίως στα παράλια του Ευβοϊκού και του Μαλιακού.
· Παραθαλάσσιος τουρισμός, κυρίως στην Εύβοια αλλά και στα νότια παράλια της Φωκίδας.
· Χιονοδρομικός τουρισμός, στα Κέντρα Παρνασσού και Τυμφρηστού (Βελούχι).
· Αγροτουρισμός και οικολογικός τουρισμός συνδεδεμένους με τα αυθεντικά ορεινά τοπία και τη φύση, κυρίως στην Ευρυτανία, που αποτελεί και την νέα ανερχόμενη τάση στην περιφέρεια.
Η παραλιακή ζώνη, που εκτείνεται κατά μήκος του Ευβοϊκού κόλπου και του Μαλιακού και από την άλλη πλευρά κατά μήκος του Κορινθιακού δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλη χωρητικότητα και ταυτόχρονα αποτελεί ζωτικό χώρο σημαντικών «ενδογενών παραγωγικών» δραστηριοτήτων ή αστικών σχηματισμών αποτελώντας έτσι πεδίο συγκρουόμενων συμφερόντων.
Ο χαρακτηρισμός τους από τον υφιστάμενο χωροταξικό σχεδιασμό ως σημαντικό απόθεμα πολεοδομημένης γης για επενδύσεις σε παραθεριστική κατοικία, περικλείει σοβαρούς κινδύνους όχι μόνο να χαθεί ως ευκαιρία οικονομικής ανάπτυξης αλλά να υπονομεύσει το οικονομικό μέλλον αυτών των περιοχών αν δεν συνδυαστεί με την θέσπιση αυστηρών πολεοδομικών κανόνων δόμησης και την δημιουργία των αναγκαίων υποδομών. Ωστόσο, η Περιφέρεια έχει δυνατότητες τουριστικής ανάπτυξης που οφείλονται στην ύπαρξη σημαντικών αρχαιολογικών βυζαντινών χώρων, τη φυσική ομορφιά που χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τις περιοχές Ευρυτανίας-Φωκίδας-Φθιώτιδας, την ελλιπή μέχρι τώρα εκμετάλλευση των ιαματικών πηγών και λουτροπόλεων που διαθέτει και τη γεωγραφική της θέση που διαμορφώνουν :
· Παραθαλάσσιες περιοχές: Όλες σχεδόν οι παραλίες της Εύβοιας και ιδιαίτερα της Β. Εύβοιας, οι περιοχές Καμμένων Βούρλων – Αρκίτσας – Θεολόγου και Ραχών – Γλύφας, ολόκληρη η παραλία του Ν. Φωκίδας από την Ιτέα μέχρι τις εκβολές του Μόρνου καθώς και τμήματα της Εύβοιας
· Ορεινές περιοχές-Ορεινός όγκος/Εσωτερικές ζώνες: Η μεγάλη «περιφερειακή ποσότητα», αφού οι ορεινές εκτάσεις καταλαμβάνουν το 47,3% των συνολικών εκτάσεων της Περιφέρειας, ο αριθμός των ορεινών ΟΤΑ είναι 269 επί συνόλου 597 (45,1% του συνόλου των ΟΤΑ), ενώ ο πληθυσμός τους ανέρχεται σε 105.962 καλύπτοντας το 18,2% του πληθυσμού. Περιλαμβάνει την Ευρυτανία, τμήματα Βοιωτίας, Φωκίδας-Φθιώτιδας που βρίσκονται στους ορεινούς όγκους του Παρνασσού, της Γκιώνας, των Βαρδουσίων και της Οίτης, καθώς και τον κορμό της Εύβοιας.
· Ιστορικοί χώροι : Οι περιοχές των Δελφών, Ερέτριας, Θήβας, Κάστρων Άμφισσας και Λαμίας, Φρούριο Χαλκίδος κ.λ.π..
· Περιοχές Ιαματικών πηγών : Αιδηψού, Καμμένων Βούρλων, Θερμοπυλών Πλατύστομου Υπάτης .
· Χιονοδρομικά Κέντρα : Τα ήδη διαμορφωμένα χιονοδρομικά κέντρα Παρνασσού και Βελουχιού.
· Περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλους, ενδιαφέροντες οικότοποι/περιοχές υπό προστασία.
(Περιοχές, Υποδομές, Πολιτιστικοί πόροι)
Φωτο 1: Δελφοί Φωτο 2: Λέων Χαιρωνείας Φωτο 3 : Μουσείο Κορυσχάδες
Συμπερασματικά, ο τριτογενής τομέας μπορεί μετά τον πρωτογενή και σε συνδυασμό μαζί του να αποτελέσει έναν δυναμικά εξελισσόμενο τομέα της Περιφέρειας με μεγάλες δυνατότητες αύξησης της απασχόλησης και, κατ επέκταση του Περιφερειακού ΑΕΠ, ιδιαίτερα σε κλάδους όπως:
α) ο εναλλακτικός τουρισμός (αγροτουρισμός, ιαματικός, πολιτιστικός, χιονοδρομικός, ορεινός φυσιολατρικός).
β) τομείς που σχετίζονται με τον αγροτικό τομέα (το εμπόριο των αγροτικών εισροών-προϊόντων, η τεχνική–συμβουλευτική υποστήριξη των αγροτών) και τέλος,
γ) η ανάπτυξη ευγενών υπηρεσιών (βιομηχανική έρευνα, βιομηχανικό design, περιβαλλοντική και οικολογική διαχείριση κλπ.)
Οι τεχνικές και κοινωνικές υποδομές
Οι κοινωνικές και τεχνικές υποδομές στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν γενικά και κατ αρχήν ως επαρκείς.
Υποδομές Μεταφορών : Η Περιφέρεια διασχίζεται κατά μήκος της τόσο από τον υπό ολοκλήρωση Διεθνή Αυτοκινητόδρομο Πάτρα-Αθήνα-Θεσ/νίκη (ΠΑΘΕ), όσο και από τη Διεθνή Σιδηροδρομική Γραμμή Αθήνα-Θεσ/νίκη, τμήματα του Διεθνούς Ευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών (ΔΕΔΜ).
Η διαπεριφερειακή μεταφορική της σύνδεση με τις γειτονικές της περιφέρειες και ισχυρά σημεία του ευρύτερου χώρου εξυπηρετείται από διαπεριφερειακούς οδικούς άξονες, είτε υπό βελτίωση είτε υπό προγραμματισμό αναβάθμισής τους σε διεθνείς διασυνδέσεις ΔΕΔΜ. Το μεταφορικό δίκτυο υποστηρίζεται από περιφερειακά λιμάνια και πορθμεία μικρής ακόμα δυναμικότητας αλλά με δυνατότητες αναβάθμισης. Το δίκτυο τηλεπικοινωνιών-παρά τις εμφανίζουσες συγκυριακά δυσλειτουργίες του-εμφανίζει καλές προοπτικές λόγω της κεντρικότητας της θέσης της
Ενεργειακά δίκτυα: Τόσο τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, όσο και του φυσικού αερίου διασχίζουν την Περιφέρεια, προμηθεύοντας με την απαραίτητη ενέργεια ικανοποιητικά τις σημαντικότερες παραγωγικές περιοχές της.
Προμήθεια νερού: Η Περιφέρεια διαθέτει ικανοποιητικούς υδάτινους πόρους και έργα για την προμήθεια των δραστηριοτήτων της με την προϋπόθεση της ορθολογικής διαχείρισής τους, καθώς και της οριοθέτησης της σχέσης τους με τις ανάγκες της Αθηναϊκής κατανάλωσης.
Βιομηχανικές Ζώνες: Η Περιφέρεια διαθέτει οργανωμένες ΒΙΠΕ με μικρά περιθώρια προσφοράς βιομηχανικών χώρων στην ευρύτερη περιοχή της Λαμίας αλλά και την μεγάλη «άτυπη και άναρχη ΒΙΠΕ» Οινοφύτων-Σχηματαρίου, περιοχή με σοβαρές ελλείψεις σε υποδομές και δίκτυα, χωρίς οργάνωση και ανυπαρξία προσφοράς γης στην ελεύθερη αγορά.
Η ανάγκη υποστήριξης των υποδομών της–κύρια στην κατεύθυνση περιβαλλοντικής προστασίας της Περιοχής και απορρύπανσης της και στην προοπτική της σχεδιασμένης, οργανωμένης και επιλεκτικής σχετικής αποσυμφόρησης της-σε συνδυασμό με την μετεγκατάστασης τους σε νέες σχεδιασμένες και σύμμετρα αναπτυσσόμενες κατά ζώνη δραστηριότητας μικρότερες ΒΙΠΕ/ ΒΙΟΠΑ ήπιων δραστηριοτήτων με νέα περιβαλλοντική και αειφορική διάσταση, ανάγεται σε ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Σοβαρά προβλήματα που χρήζουν πρωτεύουσας αντιμετώπισης, εντοπίζονται κυρίως στο κεντρικό οδικό δίκτυο της Εύβοιας, συνολικά στο δευτερεύον οδικό δίκτυο του ορεινού χώρου (κυρίως στους Νομούς Εύβοιας, Ευρυτανίας και Φωκίδας), σε υποδομές ύδρευσης – αποχέτευσης, ιδιαίτερα στις παραθαλάσσιες περιοχές, στην ανυπαρξία συστήματος διαχείρισης αστικών αποβλήτων, και σε ζητήματα άρδευσης σε διάφορες περιοχές γεωργικού ενδιαφέροντος.
Η υποστήριξη του αιτήματος για εξωστρεφή ανάπτυξη της Περιφέρειας μέσω του χαρακτηρισμένου ως Εθνικής Σημασίας λιμένα της Κύμης στο Ανατολικό Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, συνδυασμένα με την προοπτική επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου προς Κύμη και την σύνδεση ΠΑΘΕ –Κύμης, συνιστά προτεραιότητα. Όσον αφορά τώρα τις κοινωνικές υποδομές σημειώνουμε:
Υποδομές Υγείας ……………………..
Υποδομές Πρόνοιας …………………………
Υποδομές Εκπαίδευσης ……………………….
Αθλητικές και Πολιτιστικές υποδομές …………………………..
2.1. Το κεντρικό αναπτυξιακό πρόβλημα της Περιφέρειας – H αναπτυξιακή κατάσταση
Συνοψίζοντας τα κύρια γνωρίσματα και τα χαρακτηριστικά προβλήματα της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας μπορούν να επισημανθούν ως κεντρικά αναπτυξιακά προβλήματα τα παρακάτω :
· Tα έντονα δυαδικά φαινόμενα στην κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη με αστικούς πόλους (Θήβα, Λιβαδειά, Άμφισσα, Λαμία Χαλκίδα, Καρπενήσι) που αποτελούν τους κυρίαρχους πόλους ανάπτυξης και την υπόλοιπη ύπαιθρο χώρα (ορεινές και μειονεκτικές περιοχές).
· Η οικονομική ανάπτυξη της περιφέρειας κατά βάση συγκεντρώνεται περί την εθνική οδό και σε περιοχές με την βιομηχανική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε στην δεκαετία του 1960.
· Η έντονα εξάρτηση του πρωτογενή τομέα από την μονοκαλλιέργεια προϊόντων φυτικής παραγωγής (βαμβάκι, καπνός) που στα πλαίσια του ανταγωνισμού και των ρυθμίσεων της νέας ΚΑΠ φθίνουν ραγδαία, διαμορφώνοντας προϋποθέσεις αποδιάρθρωσης του αγροτικού τομέα, βιαίας εγκατάλειψης του αγροτικού επαγγέλματος και κοινωνικών εκρήξεων στην ύπαιθρο.
Χάρτης: Ορεινές μειονεκτικές περιοχές (75/268 ΕΟΚ) – Η αναπτυξιακή κατάσταση
· Η διατάραξη της ισορροπίας των τριών τομέων της οικονομίας και η σταδιακά έντονη εγκατάλειψη των ορεινών, μειονεκτικών και γενικά αγροτικών περιοχών μέχρις ακόμα και ερήμωσής τους.
· Η ανάπτυξη της περιφέρειας με μόνο γνώμονα και εστίαση της στην εξυπηρέτηση του μεγάλου αστικού κέντρου.
· Έντονα φαινόμενα (γεωγραφικού) δυϊσμού (πεδινές και ορεινές περιοχές)
· Υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα στις πεδινές και βιομηχανικές περιοχές και έντονες ενδοπεριφερειακές οικονομικές ανισότητες.
· Ανάπτυξη στηριγμένη στους παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας και χαμηλός βαθμός ανάπτυξης καινοτομιών.
………………………………………………………………………………………………………………………Δυνατότητες και προοπτικές της Περιφέρειας
Οι δυνατότητες της περιφέρειας προκύπτουν από την ανάγνωση της θέσης της στον χάρτη αλλά και από την διάγνωση των φυσικών της πόρων, και κυρίως της κατανόησης της αξίας των βασικών παραγωγικών συντελεστών που διαθέτει στο σύγχρονο αναπτυξιακό γίγνεσθαι.
· Η περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας είναι ανοικτή περιφέρεια.
· Η κεντροβαρική θέση στον Ελλαδικό χώρο. Η σύνδεση με την Αττική. Η επαφή με τρεις περιφέρειες. Η λειτουργία της ως σημαντικό διαμετακομιστικό Κέντρο. Ο συνδυασμός ορεινών και νησιώτικων περιοχών και η εκτεταμένη ζώνη από όλες τις πλευρές της του μεσογειακού ανάγλυφου.
· Οι διαθέσιμοι φυσικοί και οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι.
· Η ευχερής μετακίνηση και το χαμηλό κόστος μεταφοράς παραγωγικών συντελεστών.
· Η σημαντική αγροτική παραγωγή
· Ο ύπαρξη πλούσιων πολιτιστικών πόρων και η διαμορφωμένη τοπική κουλτούρα με αξιόλογα στοιχεία πολιτισμού της περιφέρειας
· Η διαμορφωμένη-μέσα από την ιστορικότητα της περιοχής-ταυτότητα της περιφέρειας (η Ρούμελη, η παλιά Ελλάδα κλπ) και των κατοίκων της (οι Ρουμελιώτες κ.λ.π.) και η ισχυρή παρουσία της περιφέρειας στους κοινωνικούς/πολιτικούς αγώνες για την εθνική & κοινωνική συγκρότηση του νεώτερου ελληνικού κράτους.
Τα δυνατά σημεία της περιφέρειας
§ Το φυσικό περιβάλλον της ορεινής ζώνης
§ Η αξιόλογη τοπική παραγωγή και οι δυνατότητες της μικρής ποιοτικής παραγωγής. Οι ευνοϊκές συνθήκες για παραγωγή ποιοτικών προϊόντων.
§ Η μικρή χιλιομετρική απόσταση από τα αστικά κέντρα και η προσπελασιμότητα
§ Οι τόποι προορισμού που διαθέτει σε όλο το γεωγραφικό πλάτος
§ Η κατανόηση από τους κατοίκους της περιφέρειας αλλά και από όλα τα επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης και τα επίπεδα προγραμματισμού, της κοινής μοίρας των κατοίκων της.
§ Η κατανόηση του «τοπικού» ως πλεονεκτήματος για την τοπική ανάπτυξη.
§ Η ύπαρξη Δομών, αναπτυξιακών Εταιριών και συλλογικών σχημάτων με επιτόπια εγκατάσταση για τον σχεδιασμό και διαχείριση προγραμμάτων ολοκληρωμένη μορφής.
…………………………………………………………………………………….
Τα αδύνατα σημεία της περιφέρειας
§ Οι ενδοπεριφερειακές ανισότητες. Η έλλειψη σε υποδομές πρόσβασης, υποδομών υπηρεσιών και υπηρεσιών οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και
§ Η προϊούσα διάλυση του παραγωγικού ιστού και των παραγωγικών δραστηριοτήτων της υπαίθρου.
§ Η έλλειψη συνολικού σχεδιασμού μακράς πνοής στα πλαίσια του χωροταξικού σχεδιασμού και οι αντιφάσεις στρατηγικών για την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη.
§ Η τάση τριτογενοποίησης της οικονομίας με επισφαλείς επιπτώσεις στην απασχόληση. Η αυξανόμενη τάση τριτογενοποίησης όλου του ορεινού χώρου σε συνδυασμό με την διάλυση του παραγωγικού οστού και των παραδοσιακών μορφών εκμεταλλεύσεων.
§ Η ύπαρξη ισχυρών αστικών πόλων 1ου και 2ου επιπέδου που οργανώνουν την οικονομική και κοινωνική ζωή χωρίς την ταυτόχρονη ανάπτυξη ή ύπαρξη ισχυρών ενδιάμεσων (3ου και 4ου) οικιστικών επιπέδων.
§ Χαμηλή παραγωγικότητα των εκμεταλλεύσεων, μικρός γεωργικός κλήρος-Μικρή παρουσία Επιχειρηματικής Γεωργίας.
§ Έλλειψη οργάνωσης και υποδομής στην μεταποίηση και τυποποίηση των προϊόντων της πρωτογενούς παραγωγής.
§ Δυσκολία ενσωμάτωσης νέας τεχνολογίας, νέων τεχνικών και καινοτομίας στην τοπική οικονομία.
Το νέο πλαίσιο ευκαιριών για την περιφέρεια
Το νέο πλαίσιο ευκαιριών για την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη της Περιφέρειας καθορίζεται από την θέση της περιφέρειας, από την δυναμική που εκ των πραγμάτων θα αναπτυχθεί με την δημιουργία για πρώτη φορά της αιρετής περιφέρειας και, από τον ρόλο και την δυναμική των οργάνων της : Δηλαδή την έντονη κινητικότητα με την έναρξη λειτουργίας του νέου θεσμού, τις ανακατατάξεις στην διάρθρωση κ.λ.π.. Αν και η νέα «αντικειμενική» δυναμική ασφυκτιά μέσα στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης, μπορεί να αναζητήσει διέξοδο στα επιτρεπτά θεσμικά και οικονομικά όρια που καθορίζονται από τα κυβερνητικά πλαίσια.
Σημαντικό ρόλο στην μεγιστοποίηση των ευκαιριών για την περιφέρεια έχουν και θα παίξουν:
§ Οι πόροι του Περιφερειακού Προγράμματος, οι προγραμματισμοί του Ευρωπαϊκού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης, του Ταμείου Αλιείας, τα Ειδικά Αναπτυξιακά Προγράμματα.
§ Η ανάληψη πρωτοβουλιών για συνδυασμένες δράσεις στον σχεδιασμό και προγραμματισμό και η προσέγγιση για την διασύνδεση τομέων της οικονομίας.
§ Η αξιοποίηση της συσσωρευμένης και διαθέσιμης γνώσης της περιφέρειας για τον περαιτέρω σχεδιασμό, η άλλως η τεχνογνωσία της περιοχής.
§ Η γέννηση μιας νέας επιχειρηματικότητας ειδικά στις αγροτικές περιοχές, στον ορεινό και η συνέχιση των επιχειρηματικών πρωτοβουλιών στην ύπαιθρο. Η αξιοποίηση των νέων υποκειμένων στους τομείς της επιχειρηματικότητας και της κινητικότητας στην επιχειρηματική δραστηριότητα (νέοι γεωργοί, νέοι ηλικιακά που εγκαθίστανται σε νέες δραστηριότητες/επιχειρηματικές πρωτοβουλίες κλπ)
§ Η αξιοποίηση της εμπειρίας του Ολοκληρωμένου Σχεδιασμού που έχουν εισαγάγει ορισμένα προγράμματα χωρικής προσέγγισης. Η αξιοποίηση των καινοτομιών που έχουν εισαχθεί στον προγραμματισμό και τα πρότυπα που έχουν διαμορφωθεί.
§ Η αξιοποίηση των καινοτομιών στις εταιρικές σχέσεις που αναπτύσσονται στην περιοχή.
§ Η αξιοποίηση των πολιτικών για την εκπαίδευση του πληθυσμού.
§ Η αξιοποίηση του νέου αναπτυσσόμενου ρεύματος «κοινωνικής συνείδησης» για τα πλεονεκτήματα της υπαίθρου, για την ποιότητα ζωής στην Περιφέρεια.
§ Η αξιοποίηση των Πανεπιστημίων ΑΕΙ, ΤΕΙ
Οι κίνδυνοι και οι απειλές για την περιφέρεια
Οι κίνδυνοι για την περιοχή μπορούν να καταγραφούν :
§ Ο κίνδυνος απώλειας της ταυτότητας της περιοχής και των μικροπεριοχών της, από την βίαιη αστικοποίηση κάτω από το βάρος του καταναλωτισμού που εισέρχεται βίαια στις τοπικές κοινωνίες (δόμηση, τρόπος ζωής, πρότυπα μεταφερμένα από άλλους πολιτισμούς και περιοχές κ.λ.π.)
§ Ο κίνδυνος ολοσχερούς κυριαρχίας του τριτογενούς τομέα στο παραγωγικό σύστημα των μικρο-περιοχών και η περαιτέρω διάλυση των τοπικών παραγωγικών συστημάτων (εγκατάλειψη των τοπικών παραγωγικών συστημάτων υπέρ του τομέα της παροχής υπηρεσιών)
§ Ο κίνδυνος διάλυσης του παραγωγικού ιστού από τις τρέχουσες ιδεολογίες «περί της άμεσης βελτιστοποίησης της οικονομικής θέσης», «του εύκολου πλουτισμού», «της έξυπνης επιχειρηματικότητας», της αξιοποίησης των επιχορηγήσεων.
§ Ο κίνδυνος διάλυσης των τοπικών κοινωνιών, της υφιστάμενης κοινωνικής και πολιτιστικής συνοχής του χώρου, της διάλυσης των παραδοσιακών δεσμών.
§ Ο κίνδυνος μετατροπής των φορέων οργάνωσης των τοπικών κοινωνιών απλά σε φορείς διαχείρισης έργων ξεκομμένων από τους στόχους που πρέπει να έχουν δηλαδή τους στόχους της βελτίωσης ποιότητας ζωής των ανθρώπων.
[1] Ως θεσμικά προβλήματα δεν νοούνται μόνο δυσκολίες, ελλείψεις, κενά κ.λπ. σε κρατικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο κάθε εμπλεκόμενου στην παραγωγή – διάθεση των κτηνοτροφικών προϊόντων. Με την έννοια αυτή, εδώ εντάσσονται και τα διαρθρωτικά, τεχνικά και τεχνολογικά προβλήματα. Ομοίως, οικονομικά προβλήματα δεν νοούνται μόνο χρηματο-οικονομικά ή ενισχύσεων προβλήματα, αλλά και αδυναμίες οικονομικής επιβίωσης κλάδων, μονάδων, δραστηριοτήτων (βλ. και υποσημείωση 3) και σ’ αυτά περιλαμβάνονται και οι ανάλογες κοινωνικές προεκτάσεις. Η γενίκευση της ομαδοποίησης δεν αποκλείει την αλληλεπίδραση των προβλημάτων μεταξύ των δύο δεσμών.
[2] Γίνεται φανερή μια ολιστική προσέγγιση των προβλημάτων, που αντανακλούν στους κτηνοτρόφους (αλλά και στους καταναλωτές) καθ’ όλη τη διαδικασία παραγωγής – διάθεσης ενός εκάστου προϊόντος και σ’ αυτή τη βάση πρέπει να προχωρήσει η ανάλυση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου